- ἔτασσε
- ἐτάζωexamineaor ind act 3rd sg (homeric ionic)τάσσωdraw up in order of battleimperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἔταττε — ἔτασσε , ἐτάζω examine aor ind act 3rd sg (homeric ionic) τάσσω draw up in order of battle imperf ind act 3rd sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανατρεπτικός — ή, ό 1. οικανός για ανατροπή, επαναστατικός: Οι ανατρεπτικές ενέργειες των γνωστών κύκλων έπεσαν στο κενό. 2. αυτός που αναστέλλει, που ματαιώνει κάτι: Η απόφαση του δικαστηρίου έτασσε ανατρεπτική προθεσμία δυο μηνών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)